πήχυς

πήχυς
-εως, ο / πῆχυς, -εως και -εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, -ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α
το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση
νεοελλ.-αρχ.
ο κανόνας, η ρίγα με μήκος ενός πήχυ («καὶ κανόνας ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων μονάδων μετρήσεως μήκους, που οι υποδιαιρέσεις και το μήκος τους ποικίλλουν κατά χώρες (α. «αγγλικός πήχυς» β. «γαλλικός πήχυς»
«σερβικός πήχυς»)
2. φρ. α) «βασιλικός πήχυς» — η νόμιμη μετρική μονάδα που καθιερώθηκε στην Ελλάδα το 1936, κατά το δεκαδικό σύστημα, ίση με ένα μέτρο, αλλ. μέτρο
β) «κοινός πήχυς» ή «εμπορικός πήχυς» ή «τουρκικός πήχυς» — η μονάδα που χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1959 για τη μέτρηση ιδίως υφασμάτων, είχε μήκος 0,648 μέτρα και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια, αλλ. πήχη
γ) «τεκτονικός πήχυς» — μονάδα που χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα για γραμμικές ή τετραγωνικές μετρήσεις γηπέδων, ισοδύναμη με 0,75 μέτρα και υποδιαιρούμενη σε 24 δακτύλους
δ) «τετραγωνικός τεκτονικός πήχυς» — μονάδα μέτρησης επιφανειών, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν και ισοδυναμούσε με 0,5625 τετραγωνικά μέτρα
ε) «έβγαλε μια πήχη γλώσσα» — αυθαδίασε
στ) «βγήκε η γλώσσα μου μια πήχη» — λαχάνιασα τρέχοντας ή έκανα μεγάλες προσπάθειες για κάτι
6. (στον τ. πήχη) α) κάθε επιμήκης και μικρού πάχους και πλάτους κανονική σανίδα
β) λαϊκή ονομασία τών αστέρων που αποτελούν τον τελαμώνα, δηλ. τον ιμάντα τού κυνηγετικού σάκου τού Ωρίωνα, που είναι τοποθετημένα σε σχήμα πήχεως
μσν.-αρχ.
το οστό τού αγκώνα
αρχ.
1. (ποιητ.) ο βραχίονας, το μπράτσο («λευκὸν δ' ἐμβαλοῡσα πῆχυν στέρνοις», Ευρ.)
2. το κεντρικό μέρος τού τόξου, όπου ενώνονται τα δύο άκρα του, τα δύο κέρατα, η λαβή τού τόξου («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε», Ομ. Ιλ.)
3. στον πληθ. οἱ πήχεες
οι δύο βραχίονες τής λύρας, σε αντιδιαστολή με το ζυγόν, δηλαδή με το κάθετο ξύλο που ενώνει τους βραχίονες τής λύρας και πάνω στο οποίο στηρίζονται οι χορδές
4. το ζυγόν τής λύρας
5. η φάλαγγα, η οριζόντια δοκός τής ζυγαριάς, η τρυτάνη
6. (ως μονάδα μέτρησης) η απόσταση από την άκρη τού αγκώνα ώς την άκρη τού μικρού δακτύλου, ίση με 24 δακτύλους ή 6 παλαστάς, παλάμες, ή με 0,46 μέτρα, ο αρχαίος ελληνικός πήχυς
7. μτφ. μικρή ποσότητα («προσθεῑναι ἐπὶ τήν ήλικίαν αὐτοῡ πῆχυν ἕνα», ΚΔ)
8. στον πληθ. οἱ πήχεις
οι νάνοι, τα 16 παιδιά που παριστάνονται σε εικόνες να παίζουν γύρω από τον Νείλο και που συμβόλιζαν τους 16 πήχεις στους οποίους ανέβαινε η στάθμη τού ποταμού κατά την ευεργετική για την Αίγυπτο πλημμύρα
9. φρ. α) «πῆχυς βασιλήϊος» — περσικός πήχυς, μακρότερος από τον ελληνικό κατά 3 δακτύλους, δηλαδή ίσος με 27 δακτύλους ή με 0,52 περίπου μέτρα
β) «πῆχυς τοῡ πριστικοῡ ξύλου» ή «πήχυς λιθικός» — ο πήχυς που σταθεροποιήθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους σε μήκος 0,45 μέτρα για τη μέτρηση ξύλου ή λίθου, ενώ ο πήχυς για άλλες χρήσεις είχε κατά τους μεταγενέστερους χρόνους μήκος 0,61 μέτρα
γ) «κατά πήχυν» — λίγο λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῆχυς, η οποία δηλώνει μέλος τού σώματος, ανάγεται σε ΙΕ *bhāĝhu- «πήχυς» και συνδέεται με ανάλογους τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. bāhu-, αβεστ. bāzu- «βραχίονας, μπροστινό πόδι ζώου», αγγλοσαξονικό bōg «ώμος, βραχίονας», γερμ. Bug «ωμοπλάτη»). Αξιοσημείωτες είναι οι διαφορές που παρουσιάζουν οι τύποι αυτοί ως προς το μέλος τού σώματος το οποίο δηλώνουν. Στην προταθείσα ερμηνεία ότι οι τ. αυτοί ανάγονται στη ρίζα που βρίσκουμε σε ορισμένους τύπους τής Οσετικής (i-voez- «απλώνω, εκτείνω», ivaz-n «οργυιά») αντιπαρατηρείται ότι η λ. δεν είχε τη σημ. «τεντωμένος βραχίονας» ή τη σημ. «οργυιά», αλλά δήλωνε το μήκος από τον αγκώνα ώς τον καρπό, τον πήχυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πῆχυς — forearm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχει — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (attic epic) πῆχυς forearm masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχέων — πῆχυς forearm masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχῶν — πῆχυς forearm masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶχυν — πῆχυς forearm masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῆχυν — πῆχυς forearm masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεας — πῆχυς forearm masc acc pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεε — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεες — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεις — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”